- ἐξεσόβησε
- ἐκσοβέωscare awayaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσοβώ — ἐκσοβῶ ( έω) (Α) 1. εκφοβίζω, διώχνω («αὕτη ποτ ἐξεσόβησε τὰς ὄρνεις μόλις», Μέν.) 2. εκτινάσσω, τινάζω («ἐκσοβεῑ τὴν κόνιν», Πολύδ.) … Dictionary of Greek